Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κίβδηλόν τι

  • 1 подделка

    подделка
    ж
    1. (действие) ἡ παρα-ποίηστ, [-ις], ἡ πλαστογραφία (подписи, документов) I ἡ παραχάραξη [-ις], ἡ κιβδηλεία (денег, ценных бумаг)·
    2. (поддельная вещь) τό κίβδηλον, τό ψεύτικο, ἡ ἀπομίμηση.

    Русско-новогреческий словарь > подделка

См. также в других словарях:

  • κίβδηλον — κίβδηλος adulterated masc/fem acc sg κίβδηλος adulterated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός …   Dictionary of Greek

  • Shaatnez — Shatnez (or Sh atnez/Shaatnez) (שעטנז) is the Jewish law derived from the Torah that prohibits the wearing of a garment containing both interwoven wool and linen (linsey woolsey) ; any such fabric is referred to in Judaism as shatnez . The… …   Wikipedia

  • κίβδηλις — και κιβδηλίς, ἡ (Α) [κίβδηλος] (κατά τον Ησύχ.) «ἔστι δὲ κίβδηλις ἐν τοῑς μετάλλοις σκωρία, ἀφ ἧς πᾱν φαῡλον κίβδηλον, μοχθηρόν, ψεῡμα, νόθον, ἀδόκιμον» …   Dictionary of Greek

  • υπομόχθηρος — ον, ΜΑ [μοχθηρός] αυτός που βρίσκεται σε κάπως άσχημη κατάσταση («ἄγαλμα ὑπομόχθηρον καὶ κίβδηλον», Ευστ.) αρχ. (κατά τον Πολυδ.) «ὁ ἀθυρόγλωσσος παρ Εὐριπίδῃ» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»